- χρυσολογώ
- -έω, Α [χρυσόλογος]1. μιλώ για τον χρυσό («παῡε, ὦ Μίδα βέλτιστε, χρυσολογῶν», Λουκιαν.)2. συλλέγω χρυσό3. (κατ' επέκτ.) συλλέγω καθετί που έχει υλική αξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσολόγῳ — χρῡσολόγῳ , χρυσολόγος gathering gold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek